κακουργῶν

κακουργῶν
κακουργέω
do evil
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακούργων — κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen pl κακοῦργος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОЛЛЕГИЯ ОДИННАДЦАТИ —    • Ένδεκα, οι̉,          коллегия из одиннадцати чиновников (называемых неофициально иногда ε̉πιμεληταὶ τω̃ν κακούργων и во время Фалерского Димитрия также νομοφύλακες, которых не следует смешивать с прежними, так называемыми νομοφύλακες). Это …   Реальный словарь классических древностей

  • АПАГОГЭ —    • Άπαγωγή,          назывался у афинян особенно тяжкий и по формам судопроизводства, и по последствиям вид публичного обвинения, существенно отличавшийся от υραωή (см. это слово). Тогда как при обыкновенном письменном обвинении (γραφή)… …   Реальный словарь классических древностей

  • ИСАГОГИ —    • Εισαγωγει̃ς,          общее название ведущих процесс должностных лиц. Сюда принадлежат преимущественно архонты, главною обязанностью которых был предварительный разбор дела и которым вручалась большая часть судебных тяжб (ср. Άρχή, Архэ… …   Реальный словарь классических древностей

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • κάρτσουκον — κάρτσουκον, τὸ (Μ) ξύλινο όργανο με το οποίο δένονταν και κακοποιούνταν τα πόδια τών κακούργων, η ποδοκάκκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τον τ. κάρτσα, διαλεκτ. τ. τού κάλτσα] …   Dictionary of Greek

  • καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …   Dictionary of Greek

  • κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… …   Dictionary of Greek

  • πεντεσύριγγος — και δ. γρφ. πεντασύριγγος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές 2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» (κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”